ιησουιτικός

ιησουιτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ιησουίτες
2. υποκριτικός.
επίρρ...
ιησουιτικώς και -ά
1. κατά τον τρόπο τών ιησουιτών
2. υποκριτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitic < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξανδρο Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιησουιτικός — ή, ό επίρρ. ά και ιησουίτικος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει σχέση με τους ιησουίτες. 2. υποκριτικός: Ιησουιτική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”